συμπελεκώ

συμπελεκώ
συμπελεκῶ, -άω, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. λειαίνω την επιφάνεια τού καταστρώματος ή τών πλευρών πλοίου
αρχ.
πελεκώ μαζί με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + πελεκώ (< πέλεκυς). Ο τ. με τη νεοελλ. ναυτ. σημ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Άγγ. Βλάχου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπελέκημα — το, Ν η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμπελεκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπελεκώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”